πρέμνων

πρέμνων
πρέμνον
bottom of the trunk of a tree
neut gen pl
πρέμνος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπρέμνωση — η το ξερίζωμα τών πρέμνων που απομένουν στο έδαφος μετά την υλοτομία τών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • πρεμνοφυής — ές, Ν (για δέντρα και δάση) αυτός που έχει σχηματιστεί από αναβλαστήματα πρέμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνο + φυής (< φύω / φύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”